- λογιάζω
- λόγιασα, λογαριάζω, σκέφτομαι: Λογιάζει να πουλήσει το μαγαζί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
αλογιάζω — λογιάζω, διακρίνω «μην είδες μην αλόγιασες;» (Δημοτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + λογιάζω] … Dictionary of Greek
αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] … Dictionary of Greek
απολογιάζω — (I) (Μ ἀπολογιάζω) [απολογία] 1. κατευοδώνω 2. απολύω, διώχνω 3. αποκρούω, απωθώ μσν. 1. κάνω έξωση 2. εκδιώκω, εξορίζω. (II) [από + λογιάζω] σκέφτομαι οριστικά κάτι … Dictionary of Greek
κακολογιάζω — (Μ κακολογιάζω) σκέφτομαι κάτι κακό, βάζω κακό με τον νου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + λογιάζω «σκέπτομαι, στοχάζομαι»] … Dictionary of Greek
λογιέμαι — (ως μεσοπαθ. τ. τού λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε ιέμαι] … Dictionary of Greek
λογιαστής — λογιαστής, ὁ (Μ) [λογιάζω] διοικητικό αξίωμα … Dictionary of Greek
λόγιασμα — το, και λογιασμός, ὁ [λογιάζω] 1. λογισμός, συλλογισμός, σκέψη, περίσκεψη 2. εκτίμηση … Dictionary of Greek
μεταλογιάζω — και ματαλογιάζω (Μ) 1. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω 2. μέσ. μεταλογιάζομαι ξανασκέφτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + λογιάζω «λογαριάζω»] … Dictionary of Greek
ξελογιάζω — 1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου 2. παραπλανώ, εξαπατώ («τόν ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις») 3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek